- ατριχία
- η1. βιολ. έλλειψη τριχών από την επιδερμίδα2. (για ανθρώπους) φαλακρότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φαλάκρα — φαλάκρα, η και φαράκλα, η και καράφλα, η 1. έλλειψη τριχών από ολόκληρο το κεφάλι ή από μέρος του, φαλακρότητα, ατριχιά. 2. το τμήμα του κρανίου που έχει απομείνει γυμνό από τρίχες: Η φαλάκρα του γυαλίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)